- ἀστρολογούμενα
- ἀστρολογέωstudypres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστρολογώ — (AM ἀστρολογῶ, έω) [αστρολόγος] νεοελλ. μαντεύω το μέλλον με την παρατήρηση των άστρων αρχ. 1. ασχολούμαι με την αστρονομία 2. «τα αστρολογούμενα» πραγματείες σχετικές με τα ουράνια σώματα … Dictionary of Greek